κεχριμπαρένιος, -ια, -ιο

κεχριμπαρένιος, -ια, -ιο
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κεχριμπάρι ή αυτός που έχει το χρώμα του κεχριμπαριού: Έχει κεχριμπαρένιες χάντρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεχριμπαρένιος — ια ο [κεχριμπάρι] 1. ο κατασκευασμένος από κεχριμπάρι 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεχριμπαριού …   Dictionary of Greek

  • ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σούκινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ήλεκτρο, κεχριμπαρένιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σούκινος εὐνοῡχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sucinum «ήλεκτρο» (πρβλ. σούχινον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”